Αναρτήσεις

Βράχος

Εικόνα
Κοιτάω για άλλη μια φορά το κινητό.  Δεν μπορεί, είπε ότι θα στείλει μήνυμα μετά.  Ήχος μηνύματος. Ναι, μήνυμα!   Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Δεν   ξέρω , δεν κάθομαι να σκεφτώ γιατί. Με κάθε δυνατό χτύπο ισιώνει το κορμί, ακόμα και οι κινήσεις μου γίνονται πιο απαλές, σαν χορός σε πίστα δική μου.   Απαντώ. Δεν ήταν εκείνος. Κι άλλο μήνυμα. Τώρα θα είναι αυτός! Άλλος. Πρώην. Κουβεντιάζουμε, με φλερτάρει, υπονοούμενα, υποσχέσεις, σχεδιάζει, με ονειρεύεται, με θέλει. Δεν θέλω. Κλείνω το τηλέφωνο και ξεσπώ σε κλάματα. Πώς ήρθαν αυτά; Κλαίω με αναφιλητά για αρκετή ώρα, σαν μπόρα που ξέσπασε .   Από πού ήρθαν αυτά ,ξαναρωτώ. Το στομάχι πονάει. Δεν θα μαρτυρήσω ποτέ πόσο πονάει όταν του μιλώ, όταν τον σκέφτομαι, όταν δεν με σκέφτεται. Δεν είμαι για εκείνον   το αερικό. Είμαι ο βράχος. Δεν θέλω να είμαι βράχος, να είμαι βαριά, να έχω ρίζες. Δεν θέλω!   Πετάω το κινητό στον τοίχο. Θέλω να πετάω, να ακολουθώ τον άνεμο, να θροΐζω με τα φύλλα , να κελαρύζω με το ρυάκι, να σκάω στην ακ

δεν χωράω

Εικόνα
Η μέρα που δεν χωράς θα'ρθει. Είναι η στιγμή που σε ξεγελά, σε πιάνει στον ύπνο και ξυπνάς με την σκιά σου αλλαγμένη. Χαμόγελα σκαλίζεις με μια ακίδα μικροσκοπική και όλοι χειροκροτούν στο πανηγύρι της τρελής.  Μα, στενεύεσαι. Όλο στενεύεσαι. Και έρχεται η μέρα που παύεις να προσπαθείς να χωρέσεις στους άλλους. Φοράς το καφτάνι σου,σανδάλια και ένα μαντήλι στα μαλλιά κι απλώνεσαι σε μαξιλάρες στον κήπο, κάτω από τη λεμονιά, με παρέα έναν μαύρο σκύλο που  κρύβει ξωτικά στις πατούσες του. Και με έναν  πολύχρωμο μύλο. Κάθε που τον φυσάς και γυρνά ένα φύλλο πέφτει από τα μαλλιά σου.  Πού θα πάει. Θα πέσουν όλοι αυτοί που κατακάθισαν πάνω σου σαν σκόνη.

Κουτσό...

Εικόνα
Θα ήθελα να μπορούσα να σας μιλήσω. Να περιγράψω τις μέρες που πέρασα καρφωμένη σε ένα ξύλινο φάτνωμα παρέα με μια μικρή αράχνη. Εκεί ψηλά, να αισθάνομαι πως βυθίζομαι στο σκοτάδι. Και το ρολόι με σπασμένους δείκτες καρφωμένους στο μυαλό μου Να ήμουν ικανή να εκφράσω την παράνοια .Το λαβύρινθο που παλινδρομούσα με την τρέλα και την κατάθλιψη, σφιχταγκαλιασμένα αδέρφια. Όμως δεν έμαθα ποτέ λέξεις να σκαλίζω όμορφες. Ούτε τα γράμματα που διδάχτηκα σχημάτισαν ποτέ τη λέξη Βοήθεια. Είχα ράψει το στόμα με μια σκουριασμένη σακοράφα - η μοναδική κληρονομιά από τον πατέρα μου, που την κουβαλώ μήπως και μάθω πώς να την χρησιμοποιώ σωστά. Έφυγες νωρίς βλέπεις και ποτέ δεν μου μίλησες , δεν μου εξήγησες. Την έχω κρυμμένη σε μια μικρή ρυτίδα δίπλα από τα χείλη και με αυτήν με ματώνω, ράβω το στόμα και τα αυτιά- μα, δεν έμαθα τα μάτια μου να ράβω. Με την ίδια τσιμπώ τις παλάμες μου και τους μηρούς μου για να ξυπνήσω όταν πέφτω σε ύπνο άρρ ωστο.   Και να ΄μαι τώρα μπροστά

Σε ένα παγκάκι

Εικόνα
Σήκωσε αέρα και μια γκρίζα μέρα άπλωσε πανιά. Έσπασε τα σχοινιά και ξεκίνησε. Πέρασε δίπλα από κάδους απορριμμάτων, κυνήγησε ένα σκύλο, έφυγε από το μονοπάτι για να πατήσει τα πεσμένα φύλλα και να ακούσει τον ήχο τους σαν έσπαζαν από τα βήματά της, έφτασε σε μια πλατεία και ερωτεύτηκε ένα παγκάκι κάτω από έναν πλάτανο.  Εκεί αποφάσισε να μείνει. Για λίγο.Κοιτούσε μέρες πίσω από τα μαύρα της γυαλιά κι όλο ανακάλυπτε νέες φάτσες.Μα όλες, όλες, ανήκαν στο ίδιο γένος: αυτό των Ατσαλάκωτων. Κινούνται σαν να ποζάρουν λες κι ένας αόρατος φακός τους σημαδεύει κάθε λεπτό και παίρνουν πόζες, κάνουν μουτράκια, στέλνουν φιλιά στον αέρα, ντύνονται, βάφονται, χαμογελούν, τρώνε, πίνουν, τσακώνονται, αγαπάνε σαν να βρίσκονται σε μια διαρκή φωτογράφιση.Κι έχουν στήσει ένα αδιόρατο τείχος που τους περιχαρακώνει ατομικά, θέτει όρια, μην πλησιάσεις, μην έρθεις πιο κοντά, θα με τσαλακώσεις.  Τα φιλιά είναι στον αέρα - μη φύγει το κραγιόν, οι αγκαλιές δε φέρνουν τα σώματα κοντά, δημιουργ

Orange day...

Εικόνα
Δεν κατάλαβε κανένας πότε και πώς έγινε.  Ίσως το μεσημεράκι που είχαν κλείσει τα παράθυρα κι είχαν τραβήξει τις κουρτίνες. Μα, νωρίς το απόγευμα που άνοιξαν και πάλι τα πατζούρια κάτι είχε αλλάξει ολοκάθαρα. Ήταν μια μέρα ράθυμη που κυλούσε νωχελικά κάτω από ένα λαμπρό και ζεστό ήλιο παρότι ήταν Δεκέμβρης και η προηγούμενη βδομάδα είχε σηκώσει αγέρα και βροχή. Στη γειτονιά είχε απλωθεί μια μυρωδιά απροσδιόριστη που ώρα με την ώρα γινόταν πιο έντονη. Μύριζε δροσιά και μέλι σα γρασίδι μετά τη βροχή , σα μια κούπα ζεστό τσάι με κανέλα.  Άναψαν τα μάγουλα, κουμπιά χαλάρωσαν, μανίκια σηκώθηκαν, γέμισε χρώμα το κορμί και άνθισε μες στο χειμώνα. Οι κοπελιές λίγωσαν και κοιτούσαν από το παράθυρο δαγκώνοντας τα χείλη και σκουπίζοντας μικρές σταλαγματιές ιδρώτα ανάμεσα στα στήθη. Ο ουρανός γαλάζωνε φωτεινός με άσπρα μπαμπακένια σύννεφα και τα φύλλα στα δέντρα θρόιζαν μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι γλυκό για λουλούδια και θάλασσες, για αγάπες και έρωτα, για αγόρια και κορίτσια ,για χεί

Σκάκι

Το Σκάκι Έλα να παίξουμε... Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη Θα σου χαρίσω τους πύργους μου Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου Έχουν πεθάνει από καιρό πριν από μένα -- Όλα, όλα και τ' άλογά μου θα στα δώσω Όλα, όλα και τ' άλογά μου θα στα δώσω Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω που ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνει δρασκελώντας την μιαν άκρη ως την άλλη γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις --- Έλα να παίξουμε... Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω! Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω Όλα, όλα, και τ' άλογά μου θα στα δώσω -- Μονάχα ετούτο τον τ

Δήθεν

Εικόνα
--> --> --> Αυτή πρέπει να ήταν। Την κοιτούσε πίσω από το σηκωμένο στα χείλη του ποτήρι με whisky 15 ετών. Όταν πλησίαζε κι άλλο θα ήταν σίγουρος. Μέτρια στο ύψος, με καστανά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους, ελαφρές καμπύλες τυλιγμένες σε μαύρο φόρεμα κι ένα κοραλλί κραγιόν- άσχημη επιλογή. Παπούτσια και νύχια σε κόκκινο χρώμα που θα μπορούσε να είναι αισθησιακό αλλά έμοιαζε φτηνό. Προσποιητό. Ναι, αυτή ήταν. Είχε πλησιάσει και μπορούσε να την μυρίσει. Μύριζε φόβο. Πώς ήταν εκείνο το έργο του Ζίσκιντ, το Άρωμα; Έτσι κι αυτός, μπορούσε να μυρίσει και να ξεχωρίσει τον άλλον από μέτρα μακριά μόνο με τη βοήθεια της μύτης του. Ο φόβος μύριζε σαν καθαρό οινόπνευμα, μάλλον σαν τη μυρωδιά οξυζενέ - αυτή που μύριζαν τα νοσοκομεία- ανακατεμένο με τυρί. Δεν ήθελε να περιγράφει έτσι τα συναισθήματα γιατί ξέπεφταν σε κάτι αισχρό και βρώμικο. Ο ίδιος προτιμούσε-αν και όποτε μιλούσε, και μιλούσε σπάνια- να τα περιγράφει σαν αρώματα βοτάνων και λουλουδιών. Τέλος πάν