Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2018

δεν χωράω

Εικόνα
Η μέρα που δεν χωράς θα'ρθει. Είναι η στιγμή που σε ξεγελά, σε πιάνει στον ύπνο και ξυπνάς με την σκιά σου αλλαγμένη. Χαμόγελα σκαλίζεις με μια ακίδα μικροσκοπική και όλοι χειροκροτούν στο πανηγύρι της τρελής.  Μα, στενεύεσαι. Όλο στενεύεσαι. Και έρχεται η μέρα που παύεις να προσπαθείς να χωρέσεις στους άλλους. Φοράς το καφτάνι σου,σανδάλια και ένα μαντήλι στα μαλλιά κι απλώνεσαι σε μαξιλάρες στον κήπο, κάτω από τη λεμονιά, με παρέα έναν μαύρο σκύλο που  κρύβει ξωτικά στις πατούσες του. Και με έναν  πολύχρωμο μύλο. Κάθε που τον φυσάς και γυρνά ένα φύλλο πέφτει από τα μαλλιά σου.  Πού θα πάει. Θα πέσουν όλοι αυτοί που κατακάθισαν πάνω σου σαν σκόνη.

Κουτσό...

Εικόνα
Θα ήθελα να μπορούσα να σας μιλήσω. Να περιγράψω τις μέρες που πέρασα καρφωμένη σε ένα ξύλινο φάτνωμα παρέα με μια μικρή αράχνη. Εκεί ψηλά, να αισθάνομαι πως βυθίζομαι στο σκοτάδι. Και το ρολόι με σπασμένους δείκτες καρφωμένους στο μυαλό μου Να ήμουν ικανή να εκφράσω την παράνοια .Το λαβύρινθο που παλινδρομούσα με την τρέλα και την κατάθλιψη, σφιχταγκαλιασμένα αδέρφια. Όμως δεν έμαθα ποτέ λέξεις να σκαλίζω όμορφες. Ούτε τα γράμματα που διδάχτηκα σχημάτισαν ποτέ τη λέξη Βοήθεια. Είχα ράψει το στόμα με μια σκουριασμένη σακοράφα - η μοναδική κληρονομιά από τον πατέρα μου, που την κουβαλώ μήπως και μάθω πώς να την χρησιμοποιώ σωστά. Έφυγες νωρίς βλέπεις και ποτέ δεν μου μίλησες , δεν μου εξήγησες. Την έχω κρυμμένη σε μια μικρή ρυτίδα δίπλα από τα χείλη και με αυτήν με ματώνω, ράβω το στόμα και τα αυτιά- μα, δεν έμαθα τα μάτια μου να ράβω. Με την ίδια τσιμπώ τις παλάμες μου και τους μηρούς μου για να ξυπνήσω όταν πέφτω σε ύπνο άρρ ωστο.   Και να ΄μαι τώρα μπροστά

Σε ένα παγκάκι

Εικόνα
Σήκωσε αέρα και μια γκρίζα μέρα άπλωσε πανιά. Έσπασε τα σχοινιά και ξεκίνησε. Πέρασε δίπλα από κάδους απορριμμάτων, κυνήγησε ένα σκύλο, έφυγε από το μονοπάτι για να πατήσει τα πεσμένα φύλλα και να ακούσει τον ήχο τους σαν έσπαζαν από τα βήματά της, έφτασε σε μια πλατεία και ερωτεύτηκε ένα παγκάκι κάτω από έναν πλάτανο.  Εκεί αποφάσισε να μείνει. Για λίγο.Κοιτούσε μέρες πίσω από τα μαύρα της γυαλιά κι όλο ανακάλυπτε νέες φάτσες.Μα όλες, όλες, ανήκαν στο ίδιο γένος: αυτό των Ατσαλάκωτων. Κινούνται σαν να ποζάρουν λες κι ένας αόρατος φακός τους σημαδεύει κάθε λεπτό και παίρνουν πόζες, κάνουν μουτράκια, στέλνουν φιλιά στον αέρα, ντύνονται, βάφονται, χαμογελούν, τρώνε, πίνουν, τσακώνονται, αγαπάνε σαν να βρίσκονται σε μια διαρκή φωτογράφιση.Κι έχουν στήσει ένα αδιόρατο τείχος που τους περιχαρακώνει ατομικά, θέτει όρια, μην πλησιάσεις, μην έρθεις πιο κοντά, θα με τσαλακώσεις.  Τα φιλιά είναι στον αέρα - μη φύγει το κραγιόν, οι αγκαλιές δε φέρνουν τα σώματα κοντά, δημιουργ

Orange day...

Εικόνα
Δεν κατάλαβε κανένας πότε και πώς έγινε.  Ίσως το μεσημεράκι που είχαν κλείσει τα παράθυρα κι είχαν τραβήξει τις κουρτίνες. Μα, νωρίς το απόγευμα που άνοιξαν και πάλι τα πατζούρια κάτι είχε αλλάξει ολοκάθαρα. Ήταν μια μέρα ράθυμη που κυλούσε νωχελικά κάτω από ένα λαμπρό και ζεστό ήλιο παρότι ήταν Δεκέμβρης και η προηγούμενη βδομάδα είχε σηκώσει αγέρα και βροχή. Στη γειτονιά είχε απλωθεί μια μυρωδιά απροσδιόριστη που ώρα με την ώρα γινόταν πιο έντονη. Μύριζε δροσιά και μέλι σα γρασίδι μετά τη βροχή , σα μια κούπα ζεστό τσάι με κανέλα.  Άναψαν τα μάγουλα, κουμπιά χαλάρωσαν, μανίκια σηκώθηκαν, γέμισε χρώμα το κορμί και άνθισε μες στο χειμώνα. Οι κοπελιές λίγωσαν και κοιτούσαν από το παράθυρο δαγκώνοντας τα χείλη και σκουπίζοντας μικρές σταλαγματιές ιδρώτα ανάμεσα στα στήθη. Ο ουρανός γαλάζωνε φωτεινός με άσπρα μπαμπακένια σύννεφα και τα φύλλα στα δέντρα θρόιζαν μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι γλυκό για λουλούδια και θάλασσες, για αγάπες και έρωτα, για αγόρια και κορίτσια ,για χεί