Orange day...





Δεν κατάλαβε κανένας πότε και πώς έγινε.
 Ίσως το μεσημεράκι που είχαν κλείσει τα παράθυρα κι είχαν τραβήξει τις κουρτίνες. Μα, νωρίς το απόγευμα που άνοιξαν και πάλι τα πατζούρια κάτι είχε αλλάξει ολοκάθαρα.

Ήταν μια μέρα ράθυμη που κυλούσε νωχελικά κάτω από ένα λαμπρό και ζεστό ήλιο παρότι ήταν Δεκέμβρης και η προηγούμενη βδομάδα είχε σηκώσει αγέρα και βροχή. Στη γειτονιά είχε απλωθεί μια μυρωδιά απροσδιόριστη που ώρα με την ώρα γινόταν πιο έντονη. Μύριζε δροσιά και μέλι σα γρασίδι μετά τη βροχή , σα μια κούπα ζεστό τσάι με κανέλα.
 Άναψαν τα μάγουλα, κουμπιά χαλάρωσαν, μανίκια σηκώθηκαν, γέμισε χρώμα το κορμί και άνθισε μες στο χειμώνα. Οι κοπελιές λίγωσαν και κοιτούσαν από το παράθυρο δαγκώνοντας τα χείλη και σκουπίζοντας μικρές σταλαγματιές ιδρώτα ανάμεσα στα στήθη.
Ο ουρανός γαλάζωνε φωτεινός με άσπρα μπαμπακένια σύννεφα και τα φύλλα στα δέντρα θρόιζαν μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι γλυκό για λουλούδια και θάλασσες, για αγάπες και έρωτα, για αγόρια και κορίτσια ,για χείλη με υγρό ροζ και πάλλευκα χέρια. Μια προσμονή αναδεύτηκε στα σπλάχνα όλων και μέχρι το βράδυ είχε γίνει ανυπομονησία.

Η επόμενη μέρα είχε έναν κίτρινο ήλιο και πάλι καρφιτσωμένο ψηλά και πάλι μπουμπούκια στο στόμα και μουσική στα μάτια. Ένας σκύλος έπαιζε με ένα πορτοκάλι στο πάρκο και τα σπουργίτια περίμεναν πιο πέρα να πάρουν μερτικό στο πιοτό σα βαριόταν το σκυλί .
    
 Τις επόμενες μέρες οι γειτονιές γέμισαν κορμιά, νεαρά με σκέρτσο και γεμάτα μηνύματα αλλά και μεστωμένα που έτρεμαν κι αυτά από λαχτάρα και θύμισες. Τα χείλη άνοιγαν , τα κεφάλια έσκυβαν ελαφρά σε χαιρετισμό, τα βλέμματα διασταυρώνονταν φευγαλέα και έφευγαν, γύριζαν και αντάμωναν, πετούσαν νευρικά σαν πουλιά γύρω-γύρω.
     Κάτι τραβούσε τον κόσμο έξω από τους τοίχους των σπιτιών, μακριά από τα γραφεία και σεργιάνιζε αργά-αργά κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο τον τρελό. Πρώτη φορά τα μαγαζιά σε πλατείες είχαν τόση κίνηση μεσοχείμωνα, οι ταβέρνες έχυναν κρασί και ουζάκι και τσίπουρο με τις κανάτες, τα τηγάνια άναβαν και μαζί με το γαλλικό και αμερικάνικο άρωμα της μόδας έσμιγαν οι μυρωδιές από θαλασσινά, από αλάτι και πιπέρι και ρίγανη και φέτα. Παρέες βρίσκονταν και χώριζαν με ένα τραγούδι, τηλέφωνα ανταλλάσσονταν , πόθοι και όνειρα και πάθη έμπλεκαν σε γιουρούσι και χτυπούσαν καταμεσήμερο ή μέσα στα μεσάνυχτα τις θύρες. Κι αυτές άνοιγαν. Δεν υπήρχαν κάστρα πια, μήτε πανοπλίες, μήτε διαχωριστικά, μήτε προσωπεία. Μόνο ο έρωτας που είχε κατακάτσει θαρρείς σε κάθε γωνιά, σε κάθε γωνιά μαζί με ένα πορτοκάλι.
     Αμέτρητα πορτοκάλια είχαν γεμίσει μέρα με τη μέρα πάρκα και παρτέρια και γειτονιές. Εμφανίζονταν στις γωνιές, πηδούσαν από τα μπαλκόνια, κατρακυλούσαν στα πεζοδρόμια και έπαιρναν δρόμο να συναντηθούν με άλλα στο παρακάτω στενό κι από εκεί να απλωθούν και πάλι στις διπλανές αυλές ή να χαθούν στις γραμμές των τραίνων, να μπουν στα λεωφορεία της γραμμής, να σεργιανίσουν με τα τραμ και να χωθούν κρυφά σε ένα ταξί. Χέρια τα ανακάλυπταν μέσα στις τσέπες ή στις τσάντες τους κι εγώ χθες είδα ένα να σεργιανίζει στο Σούνιο, ανάμεσα στις κολώνες και τις πέτρες.
    Κι όσο αυτά έκοβαν βόλτες , τόσο η πόλη γέμιζε άρωμα που ανάγκαζε τις πόρτες και τα παράθυρα να ανοίγουν και τους ανθρώπους να ξεχύνονται έξω.
Τι όμορφες μέρες ήταν εκείνες τότε.

Σαν εμφανιστούν και πάλι να το ξέρεις:  όταν σου φωνάζω πορτοκάλι να βγαίνεις ...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

με ένα εισιτήριο

δεν χωράω

Βράχος