χωρίς αρχή...
Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου.
Ίσως και να ήταν χρόνια εκεί περιμένοντας το αύριο κι εγώ τον είδα μόλις σήμερα.
«Πρέπει να σταματήσω να τριγυρνώ στα σοκάκια νύχτες που δεν έχει φεγγάρι», σκέφτηκα.
Μα ήταν αυτή η βροχή που άρχισε να πέφτει κι έκανε τους τοίχους διάφανους και το ταβάνι ασφυκτικά χαμηλό.
'Aνοιξα την πόρτα παίρνοντας μαζί μου ένα κόκκινο γεράνι κι ένα μαύρο παλτό συντροφιά και κλείδωσα πίσω μου τις αναμνήσεις.
Η φλόγα από το σπίρτο που τρεμόπαιξε στο σκοτάδι με έκανε να σταθώ και ξεχώρισα τη φιγούρα του στα σκαλιά ενός παλιού σπιτιού. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το στριφτό του και με κοίταξε.
«Θέλεις ένα;», με ρώτησε.
Κάθισα δίπλα του χωρίς να απαντήσω.
«Πόσα χρόνια γυρνάς ξυπόλητη στη βροχή;», συνέχισε να ρωτάει στρίβοντας τσιγάρο.
«Δεν θυμάμαι»,απάντησα κι ανασήκωσα τους ώμους κοιτάζοντας απορημένη τις γυμνές μου πατούσες.
'Aραγε να του πω ότι χάρισα τις μπότες μαζί με τη μνήμη μου σε ένα λευκό άλογο πέρυσι το φθινόπωρο όταν δραπέτευσα από έναν κατάμαυρο πίνακα;
Δεν θα με πιστέψει.
Η βροχή δυνάμωνε κι εμείς κοιτούσαμε τις καύτρες των τσιγάρων μας να καίνε τον χρόνο σιγά σιγά.
« Από τί ξέφυγες εσύ;», τον ρώτησα.
«Από τον φρικτό μέσο όρο που βάραινε πάνω μου»
'Aλλος ένας συνοδοιπόρος λοιπόν.
Χαμογέλασα.
«Τραγούδησέ μου», του ζήτησα βλέποντας την κιθάρα που είχε περασμένη στον ώμο.
«Τραγούδησέ μου για ένα πολύχρωμο αερόστατο που πετάει σε φλογισμένο ουρανό. Για τη βροχή που κλαίει μόνο για μένα. Έτσι απλά, σαν παραμύθι χωρίς αρχή.»
Πριν ξημερώσει πέταξε από πάνω τους ένα γεράκι και τα επόμενα 7 χρόνια μιλούσε στους ουρανούς για αυτό που είδε κάποτε.
Κάποτε , που δυο άγνωστοι κατέκτησαν τη νύχτα και τη βροχή με δυο τσιγάρα και ένα κόκκινο γεράνι.
Έτσι απλά, χωρίς αρχή.
Ίσως και να ήταν χρόνια εκεί περιμένοντας το αύριο κι εγώ τον είδα μόλις σήμερα.
«Πρέπει να σταματήσω να τριγυρνώ στα σοκάκια νύχτες που δεν έχει φεγγάρι», σκέφτηκα.
Μα ήταν αυτή η βροχή που άρχισε να πέφτει κι έκανε τους τοίχους διάφανους και το ταβάνι ασφυκτικά χαμηλό.
'Aνοιξα την πόρτα παίρνοντας μαζί μου ένα κόκκινο γεράνι κι ένα μαύρο παλτό συντροφιά και κλείδωσα πίσω μου τις αναμνήσεις.
Η φλόγα από το σπίρτο που τρεμόπαιξε στο σκοτάδι με έκανε να σταθώ και ξεχώρισα τη φιγούρα του στα σκαλιά ενός παλιού σπιτιού. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το στριφτό του και με κοίταξε.
«Θέλεις ένα;», με ρώτησε.
Κάθισα δίπλα του χωρίς να απαντήσω.
«Πόσα χρόνια γυρνάς ξυπόλητη στη βροχή;», συνέχισε να ρωτάει στρίβοντας τσιγάρο.
«Δεν θυμάμαι»,απάντησα κι ανασήκωσα τους ώμους κοιτάζοντας απορημένη τις γυμνές μου πατούσες.
'Aραγε να του πω ότι χάρισα τις μπότες μαζί με τη μνήμη μου σε ένα λευκό άλογο πέρυσι το φθινόπωρο όταν δραπέτευσα από έναν κατάμαυρο πίνακα;
Δεν θα με πιστέψει.
Η βροχή δυνάμωνε κι εμείς κοιτούσαμε τις καύτρες των τσιγάρων μας να καίνε τον χρόνο σιγά σιγά.
« Από τί ξέφυγες εσύ;», τον ρώτησα.
«Από τον φρικτό μέσο όρο που βάραινε πάνω μου»
'Aλλος ένας συνοδοιπόρος λοιπόν.
Χαμογέλασα.
«Τραγούδησέ μου», του ζήτησα βλέποντας την κιθάρα που είχε περασμένη στον ώμο.
«Τραγούδησέ μου για ένα πολύχρωμο αερόστατο που πετάει σε φλογισμένο ουρανό. Για τη βροχή που κλαίει μόνο για μένα. Έτσι απλά, σαν παραμύθι χωρίς αρχή.»
Πριν ξημερώσει πέταξε από πάνω τους ένα γεράκι και τα επόμενα 7 χρόνια μιλούσε στους ουρανούς για αυτό που είδε κάποτε.
Κάποτε , που δυο άγνωστοι κατέκτησαν τη νύχτα και τη βροχή με δυο τσιγάρα και ένα κόκκινο γεράνι.
Έτσι απλά, χωρίς αρχή.
Σχόλια
Έτσι απλά το δέχτηκα διαβάζοντας το κείμενο σου,χωρίς τέλος...
Πανέμορφο! και ταξιδιάρικο ...
Κυκλοφορώ στους δρόμους νύχτα και ξυπόλυτη προκειμένου να κλέψω τζούρες καπνού ή κομμάτια από τα όνειρα και τους εφιάλτες σας...
Αρκεί να με δεχτείτε....